- ἁμιλλώμενος
- ἁμιλλώμενοςἁμιλλάομαιcompete: pres part mp masc nom sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἁμιλλώμενος — ἁμιλλάομαι compete pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγωνίζομαι — (AM διαγωνίζομαι) αμιλλώμενος σε αγώνα προς κάποιον, διεκδικώ τη νίκη αρχ. 1. μάχομαι εναντίον κάποιου 2. αγωνίζομαι σε δίκη 3. αγωνίζομαι με σκοπό να εξασκηθώ 4. αποφασίζω να αγωνιστώ 5. τελειώνω τον αγώνα … Dictionary of Greek